μπιλιέτο, το, ουσ. [<ιταλ. biglietto (= επισκεπτήριο, κάρτα, εισιτήριο)], το μπιλιέτο. Υποκορ. μπιλιετάκι, το (βλ. λ.)·
- του στέλνω το μπιλιέτο, του στέλνω το λογαριασμό για να τον πληρώσει: «επειδή ήξεραν στο μαγαζί πως ήταν ο πιο πλούσιος της παρέας, του ’στειλαν μετά το γεύμα το μπιλιέτο για τα περαιτέρω».